- συνεξαμείβω
- συνεξ-ᾰμείβω,A exchange at the same time,
τόπους ἄλλους δεσπόταισιν ἐκδήμοις Babr.59.15
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τόπους ἄλλους δεσπόταισιν ἐκδήμοις Babr.59.15
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
συνεξαμείβω — Α ανταλλάσσω κάτι από κοινού με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐξαμείβω «μεταβάλλω, ανταλλάσσω»] … Dictionary of Greek
συνεξαμείβειν — συνεξαμείβω exchange at the same time pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)